- παρασιτικές ασθένειες
- (Ιατρ.). Ασθένειες του ανθρώπου και των ζώων οι οποίες προκαλούνται από μονοκύτταρα πρωτόζωα, σκουλήκια, τσιμπούρια και μερικά αρθρόποδα. Ανάλογα με τον τύπο του αιτιολογικού παράγοντα, διαιρούνται σε πρωτοζωιάσεις (πρωτοζωικοί αιτιολογικοί παράγοντες), ελμινθιάσεις (σκουλήκια), ακαριάσεις (τσιμπούρια) και εντομιάσεις (έντομα). Οι αιτιολογικοί παράγοντες μπορούν να υπάρχουν στην επιφάνεια του σώματος (εξωπαράσιτα) ή μέσα στο σώμα (ενδοπαράσιτα). Από τις πρωτοζωιάσεις η πιο διαδεδομένες ασθένειες είναι η ελονοσία, η τοξοπλάσμωση, η αμοιβάδωση, η τριχομονάδωση και η λαϊσμανίαση. Από τις ελμινθιάσεις, οι πιο κοινές είναι η ακαρίαση, η τριχίνωση, η εντεροβίαση, η ταινίαση, η οπισθόρχωση και η εχινοκοκκίαση. Η ψώρα, η μυΐαση και η φθειρίαση είναι πολύ γνωστές ακαριάσεις και εντομιάσεις. Οι πηγές των παρασιτικών νόσων είναι οι οργανισμοί που λέγονται ξενιστές, γιατί είναι φορείς του αιτιολογικού παράγοντα. Ξενιστές των π.α. μπορεί να είναι ο άνθρωπος ή κάποια ζώα. Οι αιτιολογικοί παράγοντες μερικών π.α., όπως η λαϊσμανίαση και η ελονοσία, μεταδίδονται με φορείς αρθρόποδα.
Dictionary of Greek. 2013.